-
1 δέσμα
δέσμαbond: neut nom /voc /acc sgδέσμᾱ, δέσμηpackage: fem nom /voc /acc dualδέσμᾱ, δέσμηpackage: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 δέσμα
δέσμα, τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν ϑ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.
-
3 δεσμα
τά HH., Aesch., Her., Plat., Luc. = δεσματα -
4 δέσμα
-
5 δέσμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέσμα
-
6 δέσμα
-
7 δεσμά
τα1) оковы, кандалы; 2) заключение, лишение свободы;ισόβια δεσμά — или δεσμά διά βίου — пожизненное заключение;
καταδικάζω εις πρόσκαιρα δεσμά — приговаривать к различным срокам лишения свободы (от 10 до 20 лет);
3) перен. путы, узы -
8 δεσμά
δεσμόςband: neut nom /voc /acc pl -
9 δεσμὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεσμὰ
-
10 δεσμά
[дэзма] ουσ ο πληθ оковы, кандалы. -
11 δεσμά
bağ -
12 δεσμά
chaîne -
13 δεσμά
kajdany (pl) rzecz. -
14 καρπό-δεσμα
καρπό-δεσμα, τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.
-
15 ἐπί-δεσμα
-
16 ὑπό-δεσμα
ὑπό-δεσμα, τό, = ὑποδεσμός; Hesych.; auch Unterpfand, wodurch sich Einer bindet.
-
17 ἱππό-δεσμα
ἱππό-δεσμα, τά, Pferdebänder, Zügel, Eur. Hipp. 1275.
-
18 δέσμ'
δέσμα, δέσμαbond: neut nom /voc /acc sgδέσμαι, δέσμηpackage: fem nom /voc plδέσμᾱͅ, δέσμηpackage: fem dat sg (doric aeolic) -
19 δέσμας
δέσμᾱς, δέσμηpackage: fem acc plδέσμᾱς, δέσμηpackage: fem gen sg (doric aeolic) -
20 δέσμασιν
δέσμαbond: neut dat pl
См. также в других словарях:
δέσμα — bond neut nom/voc/acc sg δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc/acc dual δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμα — δέσμα, το (Α) [δω] (συνήθ. πληθ.) δέσματα α) τα δεσμά β) οι κεφαλόδεσμοι … Dictionary of Greek
δεσμά — τα βλ. δεσμός … Dictionary of Greek
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόβια δεσμά — (Νομ.). Η διά βίου στέρηση της ελευθερίας. Ονομάζεται και ισόβια κάθειρξη. Επιβάλλεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο. Προβλέπεται για τα κακουργήματα και, πριν από την κατάργηση της θανατικής ποινής, καθοριζόταν διαζευκτικά με… … Dictionary of Greek
δέσμ' — δέσμα , δέσμα bond neut nom/voc/acc sg δέσμαι , δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμας — δέσμᾱς , δέσμη package fem acc pl δέσμᾱς , δέσμη package fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμασιν — δέσμα bond neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσματα — δέσμα bond neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)